ἐθναρχία

ἐθναρχία
ἐθναρχίᾱ , ἐθναρχία
office of ethnarch
fem nom/voc/acc dual
ἐθναρχίᾱ , ἐθναρχία
office of ethnarch
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εθναρχία — η (AM ἐθναρχία) [εθνάρχης] νεοελλ. 1. το αξίωμα τού εθνάρχη 2. η έδρα τού εθνάρχη 3. το συμβούλιο που τον περιστοιχίζει (αρχ. μσν.) χώρα που διοικείται από εθνάρχη …   Dictionary of Greek

  • εθναρχία — η 1. το αξίωμα του εθνάρχη. 2. η πνευματική και πολιτική ηγεσία του εθνάρχη. 3. το συμβούλιο του εθνάρχη για εθνικά θέματα: Εθναρχία Κύπρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐθναρχίας — ἐθναρχίᾱς , ἐθναρχία office of ethnarch fem acc pl ἐθναρχίᾱς , ἐθναρχία office of ethnarch fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθναρχίαι — ἐθναρχίᾱͅ , ἐθναρχία office of ethnarch fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθναρχίαν — ἐθναρχίᾱν , ἐθναρχία office of ethnarch fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθναρχιῶν — ἐθναρχία office of ethnarch fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθναρχίαις — ἐθναρχία office of ethnarch fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθναρχικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνάρχη ή την εθναρχία: Εθναρχικό συμβούλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”